- καταύδησις
- καταύδησιςloud speakingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταύδησις — καταύδησις, ἡ (Α) [καταυδώ] δυνατή, μεγαλόφωνη ομιλία, κραυγή … Dictionary of Greek